σπίδιος

σπίδιος
σπίδιος
Grammatical information: adj.
Meaning: `extensive, wide' (σπίδιον μῆκος ὁδοῦ A. Fr. 378 = 733 M.), σπιδόθεν = μακρόθεν (Antim. 77); σπιδνόν πυκνόν, συνεχές, πεπηγός; σπιδόεν μέλαν, πλατύ, σκοτεινόν, πυκνόν, μέγα H.
Derivatives: Cf. further σπιδέος gen. sg. (Λ 753) beside v. l. ἀσπιδέος; if correct, prob. from *σπιδύς (s. ἀσπιδής); s. also ἑλεσπίδας and 1. ἀσπίς. Verb σπίζω = ἐκτείνω (Sch. Ar. V. 18, Eust.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Obsolete wortgroup, which seems only to have lived on in the learned and higher poetic language and about the meaning of which one was no longer certain (cf. the explanation of σπιδόεν). -- As basis functions partly a noun *σπίδος (σπιδό-θεν, -εν), partly a primary σπιδ- (σπίζω, σπιδνόν); for σπίδ-ιος, *-ύς both are possible. One may compare first Lat. spissus (\< *spid-tos or *spit-tos) `extended, esp. in time, slow, prolonged', also `close, dense, thick' (= σπιδνόν); on the development of the meaning Persson Beitr. 1, 386ff. with extensive treatment. Here also a richly developed Baltic family, e.g. Lith. spintù, spìsti (\< *spit-ti) `begin to swarm (of bees), gather' (ptc. spìstas = Lat. spissus?), s. Fraenkel s. spiẽsti w. further forms a. lit. -- If one adduces also σπιθαμη [for which I see no ground], we get a threefold variation σπιδ- : σπιθ- : Lith. (Lat.?) spit-. (Some have also connected σπάω etc; s. v. w. lit.
Page in Frisk: 2,766

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπίδιος — ία, ον, Α σπιδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ ή *σπίδος(για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… …   Dictionary of Greek

  • σπιδής — ές, Α μακρός, εκτεταμένος («διὰ σπιδέος πεδίοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά μόνο στη γεν. (πρβλ. τη φρ. τής Ιλιάδας «διά σπιδέος πεδίοιο»), απ όπου οδηγούμαστε σε έναν τ. ονομαστικής σπιδής ή, κατ άλλη άποψη, πιο πιθανή,… …   Dictionary of Greek

  • σπιθαμή — η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν 1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.) 2. (για χρόνο)… …   Dictionary of Greek

  • σπινός — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”